Κλαίρη Μιτσοτάκη

Ελληνες λογοτέχνες
Η Κλαίρη Μιτσοτάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης.
Στην Αθήνα από τα γυμνασιακά χρόνια, σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παρακολούθησε μαθήματα μεσαιωνικής ανθρωπολογίας στην Ecole des Ηautes Etudes στο Παρίσι. Συνεργάτης το περιοδικού “Σύγχρονος Κινηματογράφος”, με σύντομη θητεία σε εφημερίδες και στην εκπαίδευση, άσκησε με μεγαλύτερη μονιμότητα το επάγγελμα του μεταφραστή και του υπεύθυνου εκδόσεων. Πεζογραφεί από το 1982. Το θέατρο και η σκηνή απασχολούν σταθερά ένα μέρος της δραστηριότητάς της. To 2018, o Δήμαρχος Ηρακλείου Βασίλης Λαμπρινός, απένειμε το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης 2108», στην συγγραφέα και μεταφράστρια Κλαίρη Μιτσοτάκη, για την σπουδαία προσφορά της στα γράμματα και τον πολιτισμό.
Νουβέλες
Π (1983)
Η τέλεια αναλογία (1987)
Flora Mirabilis (1996), Το Ροδακιό
Σωρείτες (2006), Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Διηγήματα
Τα αναρίθμητα χαμόγελα της θάλασσας (1999)
Ροζ και μαύρο (2001)
Φύση, φόβος, φίδι (2001)

Αφηγήσεις
Η πριγκίπισσα Τίτο κι εγώ (1990), Διάττων
Η Νίκη σαν φοίνικας (2015), Το Ροδακιό

Πεζογραφία
Μετάλλια (1993), Ίκαρος

Θεατρικά έργα
Οι παράξενοι λόγοι της κυρίας Μποβαρύ (1992), Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών
Οι παράξενοι λόγοι της κυρίας Μποβαρύ (2008), Άγρα

Συλλογικά έργα
Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο (1997), Κέδρος
Οκτώ θανάσιμα αμαρτήματα (2001), Εκδόσεις Πατάκη
Κείμενα 1969-1989 (2002), Τυπογραφείο “Κείμενα”
Αντουανέττα Αγγελίδη (2005), Αιγόκερως
Ιστορίες καπνού (2006), Μίνωας

Μεταφράσεις
Victor Segalen, Paul Valéry, Stanislas Breton, Denis Diderot, Roselyne Dégremont, Émile Zola, Pierre Brunel, Fernand Braudel κ.ά.

Η Νίκη σαν φοίνικας – Κλαίρη Μιτσοτάκη




Στις 12 Φεβρουαρίου 2013, όταν η Νίκη κηδευόταν στη Λευκωσία, δεν είχα μπορέσει να βρίσκομαι εκεί. Στην απέραντη θλίψη και ταραχή που ένιωθα από την απώλεια ερχόταν να προστεθεί και ένα απαίσιο αίσθημα μετεωρισμού μέσα στο τρέξιμο του χρόνου, αίσθημα που το υπέθαλπε η ματαίωση του αποχαιρετισμού αλλά και το θίξιμο της τιμής μου, κατά κάποιο τρόπο, για την απουσία μου από τη μεγάλη στιγμή της μετάβασής της. Για μέρες είχα γίνει ένα φάντασμα που φτεροκοπούσε επί ματαίω σ’ έναν άμορφο εξώκοσμο.
Η πραγματικότητα έλιωνε, υγροποιείτο, γινόταν αδύνατο να αποβεί απτή. Από αυτή την αρά με έσωσε μια σκηνή και μια εικόνα που μου μετέδωσε η κοινή στενή μας φίλη Γεωργία επιστρέφοντας από την Κύπρο. Το σώμα της Νίκης, πριν κατέβει μέσα στον τάφο, να σκεπάζεται με ένα ύφασμα λαμπρό και η κόρη της, η Κατερίνα, με μια κίνηση αργή να του προσφέρει το τελευταίο χάδι από την κεφαλή μέχρι τα νύχια. Ναι, αυτή η εικόνα μου έδινε τη δυνατότητα να επιστρέφω στην πραγματικότητα ή μάλλον η πραγματικότητα να αποκτά πάλι σώμα, το οποίο εγώ να μπορώ να αγγίξω.
Και η σημερινή περίσταση ξεπλένει, πάλι, κατά κάποιο τρόπο, την ντροπή μου για την απουσία μου στον αποχαιρετισμό. Είναι αλήθεια, το έφερα βαρέως.
Η φιλία μου με τη Νίκη μετρά είκοσι χρόνια. Πριν από είκοσι χρόνια ένας διορατικός στη φιλία άνθρωπος, ο Γ. Π. Σαββίδης, ονειρεύτηκε να μας γνωρίσει, και το έπραξε. Υπάρχει κάτι που μοιάζει με προορισμό – κι αν δεν συμβαίνει δηλαδή είναι σαν να συμβαίνει. Το μισό γεγονός είναι σαν να προϋπάρχει του ίδιου του γεγονότος. Έτσι ήταν αυτή η γνωριμία.

Eικονογράφηση: Νίκη Μαραγκού

Αφηγήσεις, Το Ροδακιό, 2015, 70 σελ.

Οι παράξενοι λόγοι της κυρίας Μποβαρύ – Κλαίρη Μιτσοτάκη




Στην αρχή ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην πραγματικότητα,
για να τη νιώσω δικιά μου· η επαφή αυτή με δελέαζε,
ήθελα να την κρατήσω σφιχτά μες στην παλάμη,
να την κρατήσω με δύναμη, ακόμα και με βία.
Κι όσο η παλάμη την τύλιγε
τόσο η πραγματικότητα υποχωρούσε,
χάνονταν.
Όταν πια τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν για καλά γύρω της,
η πραγματικότητα είχε διαλυθεί, είχε σβηστεί τελείως.

Ο έρωτας, η πραγματικότητα·
πώς να ισορροπήσει κανείς πάνω στο τεντωμένο σκοινί της πλάνης;

Ένα πρόσωπο, τρεις σκηνές. Η τελευταία πράξη της Έμμας Μποβαρύ όταν διαλέγει να περάσει το κατώφλι του άλλου κόσμου: να ζήσει με λέξεις την περιπέτεια της ζωής της, την περιπέτεια που της έδωσε το όνομα και το πρόσωπό της. Πράξη ηδυπάθειας και διαύγειας, ανακεφαλαίωση μιας ρητορικής του πόθου που την τύλιξε με τη σαγήνη και την κυριαρχία της και όρισε τον φευγαλέο βηματισμό της πάνω στη γη.

Θεατρικό, Άγρα, 2008, 35 σελ.

Σωρείτες – Κλαίρη Μιτσοτάκη

Νουβέλες και διηγήματα


Η ηδονή είναι το επιχείρημα που εξισώνει κάθε προσπάθεια. Η ηδονή είναι η αυταπάτη ότι η πράξη σου είναι ορθή. Η ηδονή είναι ένα νόμισμα με μία μόνον όψη. Είναι ο ήχος της σωρευμένης μάρκας που ο κρουπιέρης σπρώχνει στο μέρος σου. Η ηδονή είναι ένα γκρουπούσκουλο που ανεμίζει μοναχό τις μπαντιέρες του μέσα στην πόλη. Η ηδονή είναι η εξαργύρωση ενός στίχου. Η ηδονή είναι η επιτυχία μιας ατυχίας.
Η ηδονή δεν προγραμματίζεται. Δεν έχει σάρκα, δεν έχει νεύρα, δεν έχει γλώσσα, δεν έχει εχθρό. Δεν έχει όριο. Η ηδονή είναι ταπεινή, είναι ακλόνητη. Φτωχή, μεγάλη. Ακραιφνής, παντοδύναμη.
Η ηδονή είναι η πρώτη αρπαγή. Είναι το σύνθημα για τη λεηλασία. Κρατάει στα χέρια της το αόρατο δρεπάνι που θερίζει.
Η ηδονή είναι η τέλεια σύμπνοια με το Μεγάλο Αφεντικό. Είναι μια κλίμακα που μόνο ανέρχεσαι. Δεν κατεβαίνεις. Παράνομη, “αποταμιεύεται”, νόμιμη, παράγει consensus.
Παράξενο και λογική, περιγραφική περιέργεια και τιθασευμένη φαντασία κάνουν τους “Σωρείτες” σωρείτες. Σύννεφα από βαμβάκι που κρύβουν ένα μάτι σκοτεινό, συλλογισμοί που καταργούν το αυτονόητο. Ιστορίες φανταστικές, δυνητικοί καθρέφτες, όπου τη θέση του κασσίτερου καταλαμβάνει το χιούμορ.

Νουβέλες, διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006, 169 σελ.

Flora Mirabilis – Κλαίρη Μιτσοτάκη




Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλά εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πιο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάνδρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάνδρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάνδρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινε αυτή, η μικρότερη…

Νουβέλα, Το Ροδακιό, 1996, 91 σελ.

Μετάλλια – Καίρη Μιτσοτάκη



Πεζογραφία, Ίκαρος, 1993, 41 σελ.

Οι παράξενοι λόγοι της κυρίας Μποβαρύ – Κλαίρη Μιτσοτάκη




Το έργο γράφτηκε το 1992 για λογαριασμό του “Θεάτρου του Νότου”. Πρώτη παρουσίαση: 26 Νοεμβρίου 1992 στο “Θέατρο Αμόρε”, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, σκηνικά Πάνου Παπαδόπουλου, φωτισμός Ελευθερίας Ντεκώ και με ερμηνεύτρια την Μαρία Κατσιαδάκη.

Στην αρχή ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην πραγματικότητα,
για να τη νιώσω δικιά μου· η επαφή αυτή με δελέαζε,
ήθελα να την κρατήσω σφιχτά μες στην παλάμη,
να την κρατήσω με δύναμη, ακόμα και με βία.
Κι όσο η παλάμη την τύλιγε
τόσο η πραγματικότητα υποχωρούσε,
χάνονταν.
Όταν πια τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν για καλά γύρω της,
η πραγματικότητα είχε διαλυθεί, είχε σβηστεί τελείως.
Ο έρωτας, η πραγματικότητα·
πώς να ισορροπήσει κανείς πάνω στο τεντωμένο σκοινί της πλάνης;
Ένα πρόσωπο, τρεις σκηνές. Η τελευταία πράξη της Έμμας Μποβαρύ όταν διαλέγει να περάσει το κατώφλι του άλλου κόσμου: να ζήσει με λέξεις την περιπέτεια της ζωής της, την περιπέτεια που της έδωσε το όνομα και το πρόσωπό της. Πράξη ηδυπάθειας και διαύγειας, ανακεφαλαίωση μιας ρητορικής του πόθου που την τύλιξε με τη σαγήνη και την κυριαρχία της και όρισε τον φευγαλέο βηματισμό της πάνω στη γη.

Eπιμέλεια σειράς: Catherine Velissaris

Θεατρικό, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1992, 43 σελ.

Η πριγκίπισσα Τίτο κι εγώ – Κλαίρη Μιτσοτάκη




Τώρα η Πριγκίπισσα Τίτο έχει κατέβει στον κήπο. Χθες, στην επιστροφή της, αντιλήφθηκε ότι είχε χάσει δύο ταινίες της και πήγε σήμερα να τις βρει. Τη μια την είχα δει να πέφτει στην πρασιά, δεξιά από το σιντριβάνι. Κατά πάσα πιθανότητα, ο ψίθυρος του αναβρυτηρίου της είχε αποσπάσει εξ ολοκλήρου την προσοχή και δεν άκουσε την ταινία της να πέφτει. Η άλλη δεν έχω ιδέα πού μπορεί να έπεσε. Μπορεί να την είχε χάσει πολλές μέρες πριν και να μην το είχε καταλάβει. Δεν μετράει κάθε μέρα τις ταινίες της. Και χθες ήταν μια άτυχη μέρα. Ο ήλιος κρύφτηκε για λίγη ώρα και η Πριγκίπισσα Τίτο, μη μπορώντας να ασχοληθεί με κάτι άλλο, βάλθηκε να μετράει τις ταινίες της. Και τι συμφορά! Έλειπαν δύο…

Αφηγήσεις, Διάττων, 1990, 33 σελ.

Πηγές: Biblionet, Το Ροδακιό, Εκδόσεις Άγρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ίκαρος, Διάττων